αὐτοτελές

αὐτοτελές
αὐτοτελής
ending in itself
masc/fem voc sg
αὐτοτελής
ending in itself
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… …   Dictionary of Greek

  • ιντερμέτζο — και ιντερμέδιο, το εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις τού κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο τής κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”